- βίσωνας
- βίσωνbisonmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγριοβούβαλο — Το άγριο βόδι, o αγριοβούβαλος. Βλ. λ. βίσονας. * * * το άγριο βόδι, ο βούβαλος, ο βίσωνας … Dictionary of Greek